Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

καλλίπαις ς

  • 1 Child

    subs.
    P. and V. παῖς, ὁ or ἡ, Ar. and V. τέκνον, τό (rare P.), τέκος, τό, γόνος, ὁ, V. γονή, ἡ, γέννημα, τό, γένεθλον, τό, σπέρμα, τό (rare P.), σπορά, ἡ; see Son, Daughter.
    Off-spring: P. and V. ἔκγονος, ὁ or ἡ.
    Scion: V. θλος, τό, βλάστημα, τό Ar. and V. ἔρνος, τό; see Scion.
    Little child, infant: P. and V. νήπιος, ὁ or ἡ (Plat., Ant.), Ar. and P. παιδριον, τό, παιδίον, τό, Ar. τεκνδιον, τό.
    Babe: V. βρέφος, τό, τυτθός, ὁ or ἡ.
    Of children, adj.: P. and V. παίδειος (Plat.).
    Of infants: V. νήπιος.
    Blest in one's children: Ar. and V. εὔπαις, V. εὔτεκνος.
    Be blest in one's children, v.: V. εὐτεκνεῖν (Eur., frag.).
    Blessing of good children, subs.: Ar. and V. εὐπαιδία, ἡ.
    Cursed in one's children, adj.: V. δύστεκνος.
    Having two children: V. δπαις.
    Having fifty children: V. πεντηκοντπαις.
    Having fair children: V. καλλπαις.
    Loving one 's children: Ar. and V. φιλότεκνος.
    Murder one's children, v.: V. παιδοκτονεῖν.
    Murdering one's children, adj.: V. παιδοκτόνος.
    The guilt of child-murder: V. τεκνοκτόνον μσος (Eur., H.F. 1155).
    From a child: see from childhood under childhood.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Child

См. также в других словарях:

  • καλλίπαις — καλλίπαις, αιδος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ωραία παιδιά («καλλίπαις Λητώ») 2. ωραίο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + παις (< παῖς), πρβλ. αρρενό παις, ελευθερό παις] …   Dictionary of Greek

  • καλλίπαις — with beautiful children masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίπαιδα — καλλίπαις with beautiful children masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίπαιδας — καλλίπαις with beautiful children masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίπαιδι — καλλίπαις with beautiful children masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίπαιδος — καλλίπαις with beautiful children masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PROSERPINA — Iovis et Cereris filia, quae cum in campis Ennaeis flores legeret, a Plutone rapta est. Ovid. Met. l. 5. v. 391. Quô dum Proserpina lucô Ludit, et aut violas, aut candida lilia carpit; Pene simul visa est, dilectaque reptaque Diti. Orpheus tamen …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

  • ԳԵՂԵՑԿԱՄԱՆՈՒԿ — (նկունք.) NBH 1 0538 Chronological Sequence: 13c ա.գ. Որ ունի մանկունս գեղեցիկս. եւ Մանուկ գեղեցիկ. որպէս յն. καλλίπαις *Գեղեցկամանկունս եւ շատակեացս ստասցի. Վրդն. թուոց …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»